Πήγα να παραλάβω τις πινακίδες του αυτοκινήτου μου που τις αφαίρεσε δικαίως η δημοτική αστυνομία. Αφού πλήρωσα το πρόστιμο, συμπλήρωσα διάφορα έντυπα και στάθηκα στην ουρά, σκεφτόμουν ότι επιτέλους μετά από 20 μέρες, χωρίς ρόδες, το μαρτύριο μου τελείωνε.
Τις πήρα στα χέρια μου, κλεισμένες σε διαφανές σελοφάν και επειδή μου έχει ξανατύχει, κουβάλησα μαζί μου και στραβοκατσάβιδο για να τις βάλω στη θέση τους. Έσκισα λοιπόν με...
προσοχή το σακουλάκι και άδειασα στη χούφτα μου με... ευλάβεια τις βίδες. Ομως, δυστυχώς, πάλι μου ΕΛΕΙΠΕ ΜΙΑ!
Γονάτισα στην καυτή άσφαλτο, βίδωσα μόνο την πίσω πινακίδα, ενώ την μπροστινή την έριξα στο παρμπρίζ μέχρι να βρω, μία ίδια που - είπαμε πάλι - κάπου παράπεσε όταν ήταν στα χέρια των οργάνων!
Προς στιγμήν αναρωτήθηκα μήπως μου τις έδωσαν λειψές, λογω της "συμπάθειας" που τρέφω στο Δήμο Μπουτάρη και χαμογέλασα... αρχίζοντας τον αγώνα να βρω την τέταρτη και απαραίτητη βίδα ωστε να αποφύγω ακόμη μια κλήση, επειδή δεν «φοράω» και τις δύο πινακίδες μου!
Επί της οδού Μοναστηρίου, με τον ήλιο να με καίει (και να με λιώνει), ρωτούσα δεξιά και αριστερά για μαγαζιά με σιδηρικά. Μου υπέδειξαν ένα ψηλά στην Αγίων Πάντων. Τελικά -καταϊδρωμένη- βρήκα το μαγαζί, αλλά ντράπηκα να ζητήσω μόνο μία! Πόσο να στοίχιζε; Πέντε δέκα λεπτά; Έτσι αποφάσισα και ψώνισα κι άλλα...
«-Καλημέρα, θα μου δώσετε μία πένσα, ένα κατσαβίδι και μία όμοια βίδα με αυτήν;»
«-Ορίστε η πένσα σας και το κατσαβίδι, αλλά λυπάμαι ...δεν έχουμε ίδια βίδα»
Την τύχη μου, σκέφθηκα… Πλήρωσα τα εργαλεία και έφυγα. Το επόμενο μαγαζί (γιατί δεν έχουν «επιβιώσει» και πολλά) ήταν στην Νεάπολη στην Παναγία Φανερωμένη. Εκεί αγόρασα ένα σετ γερμανικά κλειδιά, μία κόλα, ένα φίλτρο βρύσης και επιτέλους τη βίδα που χρειαζόμουν!
Περιχαρής που τα κατάφερα η γυναίκα, κάθισα να πιω έναν καφέ για να… ξεκουραστώ απο την τάξη και πειθαρχία, την ουρά της, τις βίδες της, τις παραλείψεις της, τα σελοφάν της και το οδοιπορικό στα μαγαζιά σιδηρικών της δυτικής Θεσσαλονίκης.
Στο δεύτερο ελληνικό βαρύ και όχι, είχα καταλήξει ότι υπήρχαν και υπάρχουν υπάλληλοι της δημοτικής αστυνομίας που συστηματικά παραδίδουν μία βίδα λιγότερη στις πινακίδες που αφαιρούνται κατά καιρούς!
Αφού σε μένα έχει συμβεί 4 φορές (και σε φίλους μου άλλες τόσες) κάτι πρέπει να συμβαίνει! Ενα επιπλέον καψόνι, για να συμμορφωθούμε την επόμενη φορά ή απλώς για να γελάνε με τα χάλια και την ταλαιπωρία μας!
Μικροπράγματα, θα μου πείτε… Κι όμως ασχολούμαι με αυτά, γιατί νιώθω ότι λίγα λίγα, αργά και σταθερά, μουλιάζουν και σαπίζουν την καθημερινότητα μας.
Ο υπάλληλος που βάζει – είτε επίτηδες, είτε από απροσεξία - μία λιγότερη βίδα στο σελοφάν και μας ταλαιπωρεί δεν είναι διαφορετικός από τον άλλο στο μηχανογραφικό του υπουργείου μεταφορών ή στην πολεοδομία ή στην εφορία που μας λέει «ακόμη δεν έχουμε απάντηση στο αίτημά σας, περάστε την άλλη εβδομάδα» ή χειρότερα «λείπει ο αρμόδιος υπάλληλος» ή αυτός που ενώ γνωρίζει πώς να διεκπεραιώσει μια υπόθεση πολίτη, δεν το κάνει γιατί... βαριέται και στέλνει ερώτημα... δήθεν για να γίνει σωστά στο υπουργείο! (ενώ ξέρει ότι από πρωτόκολλο σε πρωτόκολλο και χαρακτηρισμός εγγράφου- καταχώρηση-απάντηση θα περάσουν μήνες ίσως και χρόνια!)
Πάντα θα υπάρχει ο «σαδιστής» της… βίδας εως ότου απαιτήσουμε από το κράτος, να φτιάξει έτσι τα λειτουργικά του συστήματα, ώστε να μην υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας που με στατιστική ακρίβεια υπόκειται στην ύπαρξη του ψυχολογικού φαινομένου στην χώρα μας, που εγώ το προσδιορίζω ως γραφειοκρατικό… μίσος!
Όπως είπε ο Κάρλο Τσιπόλα: «η ζωή μας είναι γεμάτη απώλειες χρήματος, χρόνου, ενέργειας, ησυχίας και καλής διάθεσης, λόγω των απίθανων πράξεων κάποιου παράλογου πλάσματος πού μας τυχαίνει τις πιο απρόσμενες στιγμές και ζημιώνει, ακυρώνει και δυσκολεύει τη ζωή μας, χωρίς να έχει απολύτως τίποτα να κερδίσει από τις πράξεις του»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου