Του Γιωργου Λιαλιου
Οριστικό τέλος στην πολεοδομία «της εποχής Τρίτση» σκοπεύει να βάλει το υπουργείο Περιβάλλοντος. Ομάδα εργασίας ανέλαβε τον Σεπτέμβριο να οργανώσει την πλήρη μεταρρύθμιση της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, βάζοντας ως πρώτο στόχο την εξυπηρέτηση της επιχειρηματικότητας. Ανάμεσα στις προτάσεις που συζητώνται είναι οι μεγάλες επενδύσεις να εξαρτώνται μόνο από τον εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό, η κατάργηση των Οργανισμών Αθήνας και Θεσσαλονίκης και ο περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης. Οι προτάσεις θα οριστικοποιηθούν έως το τέλος του έτους.
Η κ. Γεωργία Γιαννακούρου, καθηγήτρια του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών συμμετέχει στην ομάδα εργασίας. «Το σημερινό σύστημα έχει βασικά προβλήματα» λέει στην «Κ». «Οι διαδικασίες κατάρτισης, έγκρισης και αναθεώρησης πολεοδομικών σχεδίων είναι εξαιρετικά αργές. Επιπλέον, υπάρχει πλήθος επιπέδων και κατηγοριών πολεοδομικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα να γίνονται επικαλύψεις.
Για παράδειγμα, η χωροθέτηση μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας για να αδειοδοτηθεί περιβαλλοντικά οφείλει να είναι συμβατή με το εθνικό και τα περιφερειακά χωροταξικά, τα ειδικά χωροταξικά, το ρυθμιστικό (αν είναι στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη), το γενικό πολεοδομικό σχέδιο (ΓΠΣ) του δήμου και την πολεοδομική μελέτη».
Η κ. Γιαννακούρου τάσσεται υπέρ μιας πιο ευέλικτης στις προθέσεις των επενδυτών χωροταξίας. «Ο σχεδιασμός πρέπει να ακολουθεί την εξέλιξη της κοινωνικής-οικονομικής ζωής, πόσω μάλλον σήμερα. Στη Μ. Βρετανία, για παράδειγμα, τα τοπικά πολεοδομικά σχέδια συνεκτιμώνται από την αδειοδοτούσα αρχή, αλλά χωρίς να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.
Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε ποια επίπεδα σχεδιασμού χρειαζόμαστε και ποια όχι. Για παράδειγμα, τα ρυθμιστικά των μεγάλων πόλεων πλην Αθήνας και Θεσσαλονίκης (σ. σ.: δεν έχουν ακόμα θεσμοθετηθεί) δεν είναι πλέον αναγκαία λόγω Καλλικράτη. Στην Αθήνα, ίσως θα έπρεπε να εξετάσουμε τη μετεξέλιξη ή κατάργηση του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου που έχει πλέον ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Γενικά η κεντρική διοίκηση πρέπει να απεμπλακεί από σειρά αρμοδιοτήτων (όπως την έγκριση ρυμοτομικών σχεδίων από το ΥΠΕΚΑ) που προκαλούν “έμφραγμα” στον μηχανισμό».
Πώς θα μπορούσε η επιχειρηματικότητα να συνδεθεί με τον σχεδιασμό; «Μια λύση θα ήταν το κάθε επίπεδο σχεδιασμού (σ. σ. εθνικό, περιφερειακό, τοπικό) να δίνει κατευθύνσεις σε ανάλογης κλίμακας έργα και δραστηριότητες. Βάση γι’ αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει το σημερινό σύστημα περιβαλλοντικής κατάταξης έργων και δραστηριοτήτων (σ. σ.: η κατάταξη ορίζει τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης).
Ετσι για παράδειγμα τα έργα Α1 κατηγορίας που έχουν και τις σημαντικότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να παίρνουν κατευθύνσεις από τον εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό και τα ειδικά πλαίσια. Τα έργα Α2 κατηγορίας από τον περιφερειακό σχεδιασμό και τα έργα β’ κατηγορίας από τον τοπικό σχεδιασμό. Η νομοθεσία περί στρατηγικών επενδύσεων αφήνει εκτός μια σειρά μεσαίων και μικρών επενδύσεων, που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν στρατηγικές. Γι’ αυτό η νομοθεσία πρέπει να προβλέπει “ρήτρες ευελιξίας”, δηλαδή ύστερα από επιστημονική τεκμηρίωση να μπορεί μια επένδυση να αποκλίνει από τις κατευθύνσεις και τις ρυθμίσεις των πολεοδομικών σχεδίων».
Το ερώτημα που προκύπτει, όμως, είναι αν τελικά το σχήμα αυτό αναιρεί τον ίδιο ρόλο του σχεδιασμού, εφόσον αυτός θα μπορεί να μεταβάλλεται, ανάλογα με το επενδυτικό ενδιαφέρον. Πρέπει να υπάρξουν «κόκκινες γραμμές»; «Πρέπει να υπάρξουν όρια. Για παράδειγμα, πρέπει να τεθούν ποσοτικά κριτήρια στη δυνατότητα παρεκκλίσεων από τους όρους δόμησης π. χ. η παρέκκλιση να μην υπερβαίνει το 20-25% από την επιτρεπόμενη κάλυψη. Επίσης, πρέπει οι επενδύσεις να κατευθύνονται μόνο σε οργανωμένες περιοχές».
Φρένο στην εκτός σχεδίου δόμηση
Το τελευταίο διάστημα, η ανάγκη περιορισμού της εκτός σχεδίου δόμησης επανέρχεται στο προσκήνιο. Οχι όπως γινόταν μέχρι σήμερα, δηλαδή για την προστασία του τοπίου και των φυσικών πόρων, αλλά για την προστασία των επενδύσεων. «Δεν μπορεί ένας επενδυτής να έχει δαπανήσει τεράστια ποσά και μετά να ανεγερθεί δίπλα του μια κακής ποιότητας ή παράνομη επιχειρηματική ή άλλη δραστηριότητα. Πρέπει να υπάρξουν αντικίνητρα», λέει στην «Κ» η καθηγήτρια κ. Γεωργία Γιαννακούρου. «Σε πρώτη φάση, μπορεί να αποφασιστεί η κατάργηση των παρεκκλίσεων. Σε δεύτερη φάση, πρέπει να δημιουργηθεί η διοικητική διαδικασία και ο μηχανισμός για τυχόν αποζημίωση θιγόμενων ιδιοκτητών. Σήμερα αν κάποιος απευθυνθεί στη διοίκηση ζητώντας αποζημίωση, δεν υπάρχει ο τρόπος να εξεταστεί το αίτημά του, καθώς δεν έχουν οριστεί αρμόδια όργανα. Λόγω οικονομικής δυσχέρειας, μια άλλη λύση θα ήταν η ανταλλαγή με «σχολάζοντα» δημόσια ακίνητα. Η σχολάζουσα περιουσία του Δημοσίου είναι τεράστια και θα διευκόλυνε το κράτος να ασκήσει πολιτική γης. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν το κοινωνικό κόστος της προστασίας του περιβάλλοντος και των επενδύσεων να το αναλαμβάνει μόνο ο ιδιοκτήτης της γης. Πόσω μάλλον όταν το κράτος έχει αναγνωρίσει ήδη από το 1928 την εκτός σχεδίου δόμηση ως κανόνα και φορολογεί τα εκτός σχεδίου ακίνητα συχνά σαν να ήταν οικόπεδα, άρα δημιουργεί εύλογες προσδοκίες στους ιδιοκτήτες τους».
Την κατεύθυνση για τον περιορισμό της εκτός σχεδίου δόμησης έχει από δεκαετίας δείξει η νομολογία του ΣτΕ. «Ωστόσο, το επιχείρημα ότι όλα τα εκτός σχεδίου ακίνητα δεν προορίζονται για οικοδόμηση, αλλά κυρίως για αγροτική χρήση είναι ένα επιχείρημα που δέχεται κριτική».
πηγη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου