Της Μαρίας Πασχαλίδου*
Mε αγάπη. Τα μάτια της θολά, κουρασμένα. Μένει καιρό τώρα από δω κι από εκεί.Κρύο.Μοναξιά.Δεν έχει άνθρωπο να μιλήσει, να ακουμπήσει τον πόνο, το παράπονο. Τι περιμένει;Έχει ξεχάσει. Ο άντρας της είναι καιρός που ξεκουράστηκε. Ένας γιός κι αυτός μακριά. Πήγε να βρει την τύχη του.
«Θα φύγω μάνα» της είπε "δε με χωράει εδώ ο τόπος" Κι αργότερα της έστειλε ένα μήνυμα «είμαι καλά, θα σου τηλεφωνήσω κι αν βολευτώ μάνα να έρθεις μαζί μου, εδώ».
Πέρασε ο καιρός αραίωσαν τα τηλεφωνήματα. Της κάναν έξωση από το σπίτι. Δε φτάναν τα λεφτά. Τι να πει στο παιδί που έψαχνε κι αυτό να βρει το δρόμο του..
Ναναι καλά εκεί που είναι, «Παναγιά μου έχε το γερό, μόνο γερό ναναι ,εγώ έζησα ότι ήταν να ζήσω».
Στην αρχή βολεύτηκε σε συγγενείς,μετά κι αυτοί κουράστηκαν, πόσο να μπορούν να φιλοξενήσουν τη θεία. Ο θείος αρρώστησε νέος και η θεία δεν δικαιούνταν σύνταξη. Λίγο η πρόνοια, λίγο η εκκλησία. Να ζητιανέψει ούτε που το σκεφτόταν, ντροπή! Μεγάλη γυναίκα, όσο ήταν νέα καθάριζε από κανένα σπίτι και βολευόταν η κατάσταση. Δε θέλαν και πολλά. Δεν ήταν άνθρωποι που θέλανε πολλά. Από καμία δουλειά κι ο γιός, χαμαλίκι κι άγιος ο Θεός. Δεν μπόρεσε να σπουδάσει, να μάθει γράμματα. Σαν πέθανε ο πατέρας έγινε ο άντρας του σπιτιού, έπρεπε να δουλέψει. Ένα νυχτερινό σχολείο τόβγαλε με το ζόρι.
Πολύ κρύο σήμερα…Πάει καιρός που δε μπορεί να κοιμηθεί έξω. Πότε στο σταθμό και πότε σε καμιά πυλωτή. Ο κόσμος…ούτε που νοιάζεται. Ο καθένας τα προβλήματά του. Πότε τη διώχνουν πότε της προσφέρουν ένα ρούχο. Πότε τη χλευάζουν, πότε την αποπαίρνουν, το βάρος της κοινωνίας, το απόβλητο… "Αχ Θεέ μου, γιατί με κρατάς; πάρε με…" παρακαλάει τα κρύα βράδια. Αλλά κι αυτός φαίνεται να την έχει ξεχάσει εδώ και καιρό. Ποιόν να πρωτοακούσει; Πολλά τα βάσανα του κόσμου.
Οι βιτρίνες στολίστηκαν. Χριστούγεννα έρχονται .Τέτοιες μέρες θυμάται που έστρωνε τραπέζι και στόλιζε το σπίτι. Ένα υπόγειο ήταν αλλά κατάφερνε και τόκανε να μοιάζει με παλατάκι. Λίγα παλιά στολίδια,και ζεστό φαγητό που το ετοίμαζε με αγάπη. Για το παλικάρι της. Το καμάρι της. Παιδεμένο παιδί κι αυτό Άτυχο. Νάναι καλά μονάχα εκεί που είναι.
Κρύο. Σήμερα δε ζεσταίνεται με τίποτε. Ένα κουβάρι στην καρέκλα του σταθμού. Κόσμος πάει κι έρχεται. Άνθρωποι ανταμώνουν περιμένει.
Τα μάτια κλείνουν. Μια μέρα μικρός ήταν που της ζήτησε ένα παιχνίδι. Πήγε στο μαγαζάκι της γειτονιάς, έψαξε τις τσέπες της, δε φτάναν τα λεφτά. Να μην μπορείς να ευχαριστήσεις το παιδί σου…Έκανε οικονομία μέρες από το φαγητό της ,μια δεν πεινούσε, μια είχε φάει νωρίτερα…δεν το κατάλαβε ο μικρός. Όταν ξετύλιξε το πακέτο που τον περίμενε πάνω στο τραπέζι σα γύρισε από τη γειτονιά…Σαν έπιασε να παίζει με το παιχνίδι…Τη γέμισε φιλιά! "μανούλα μου,σε ευχαριστώ. Το αγαπημένο μου. Σε ευχαριστώ…»Το βράδυ κοιμήθηκε μαζί του αγκαλιά. Ήταν ευτυχισμένος. Κι εκείνη ήταν δυο φορές κι ας είχε να φάει όλη τη βδομάδα.
Της λείπει απόψε…Τον έχει ανάγκη…Που να βρίσκεται; Άραγε τακτοποιήθηκε; Είναι καλά;Τη σκέφτεται; Τα μάτια κλείνουν κι έχει ένα κρύο… Τι περιμένει; Έχει ξεχάσει.Κόσμος πάει κι έρχεται…
Κοίτα πως μοιάζει στο σουλούπι του αυτός ο άντρας! Είναι χαρούμενος. Έχει γυναίκα και παιδί. Έχει πολλές βαλίτσες! Κοίτα πόσο πολύ του μοιάζει! Η καρδιά τρέμει…Τι θέλω εδώ; Τι περιμένω; Είναι αυτός!
«Μάνα, τι κάνεις εδώ;»
«Μάνα που ήξερες ότι θάρθω;»
«Μάνα γιατί δεν απαντούσες στο τηλέφωνο;»
«Μάνα ήρθα!»
Την αγκάλιασε κι ούτε που τον ένοιαξε για τα παλιά της ρούχα…
«γιαγιά μου!» η πιτσιρίκα χώθηκε στην αγκαλιά της. Η γυναίκα του, της χαμογέλασε. Η νύφη της! Όμορφη που ήταν…
Τα μάτια κλείνουν.Το κρύο πολύ…
Τα μάτια έκλεισαν.Για πάντα. Χαμογελούσε. Ήταν ευτυχισμένη…
*Η Μαρία Πασχαλίδου ειναι αντιδήμαρχος νεολαίας και εθελοντισμού του Δήμου Θεσσαλονίκης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου